Ανοιχτή Επιστολή σε σένα που πενθείς

(καθώς ετοιμαζόμαστε για τις γιορτές)

Αν κάποιος που αγαπάς βαθιά έχει πεθάνει, λυπάμαι πολύ. Εάν το πολύτιμο παιδί σου πέθανε, όπως το δικό μου, λυπάμαι τόσο πολύ.

Δεν λυπάμαι «τόσο πολύ», σαν ένα ευγενικό κλισέ: Λυπάμαι πολύ με έναν ανείπωτο και «πραγματικά δεν υπάρχουν λόγια για αυτό» τρόπο.

Στην αρχή μετά από μια καταστροφική απώλεια, πολλοί θα εμφανιστούν με συμπεριφορές που μοιάζουν ελπιδοφόρες. Θα σου στείλουν λουλούδια και κάρτες, θα σου προσφέρουν γεύματα και αγκαλιές.

Ίσως να μην θυμόμαστε πολλά από αυτά. Γιατί το σύστημά μας έχει υποστεί ένα τεράστιο σοκ. Τίποτα μέσα μας δεν θα θέλει να μείνει εκεί που είναι: ούτε η καρδιά ή το μυαλό ή το σώμα μας. Είναι πολύ οδυνηρό, πολύ τρομακτικό να ζεις σε έναν κόσμο όπου κάτι τόσο πολύτιμο μπορεί να πεθάνει. Μπορεί να έχουμε αναμνήσεις από το νοσοκομείο, την κηδεία ή το γεύμα μετά την κηδεία, αλλά αυτές οι αναμνήσεις μπορεί να φαίνονται εξωπραγματικές, άυλες, και γι΄ αυτό οι ευχαριστήριες κάρτες σε αυτούς που μας συμπαραστάθηκαν, μαζεύουν σκόνη πάνω στα γραφεία μας.

Μπορεί να περνούν μέρες, εβδομάδες και μήνες όπου μεγάλα κομμάτια του χρόνου είναι ασυμμάζευτα. Ολόκληρη η ύπαρξή μας έχει μετατοπιστεί. Ακόμα και η εικόνα στον καθρέφτη, σου είναι άγνωστη. Οι δικές μας αισθητηριακές εμπειρίες του κόσμου αλλάζουν – ο ήχος, η γεύση, η αφή, η όραση αλλοιώνονται – και ο χρόνος έχει μια εντελώς διαφορετική ποιότητα. Μπορεί να νιώθουμε σαν να ζούμε σε έναν οριακό χώρο μεταξύ ζωντανών και νεκρών, μια εναλλακτική πραγματικότητα από την οποία δεν υπάρχει διαφυγή. Και όμως σε κάποιες ήσυχες στιγμές, όταν παρατηρούμε την δική μας ακανόνιστη αναπνοή και αναλογιζόμαστε όλα όσα έχουμε ανεπανόρθωτα χάσει, είναι απλώς πάρα πολλή η θλίψη για να την αντέξουμε, και πολύ λίγη η ευσπλαχνία που διαθέτουμε για τις συντετριμμένες καρδιές μας.

Κυρίως, υπάρχει αυτή η ομίχλη δυσπιστίας που επιμένει καθώς κινούμαστε συνεχώς μέσα και έξω από την συνειδητότητα, και​​αναρωτιόμαστε αν αυτός είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο μπορούμε να ξυπνήσουμε.

Μέρα με τη μέρα -κάποιες φορές λεπτό προς λεπτό-, το πένθος θα χτυπήσει δυνατά, και θα μας γονατίσει. Θα μας αιφνιδιάσει σε παντοπωλεία και βιβλιοθήκες, στη δουλειά και σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Το μυαλό μας μπορεί να αρχίσει να λέει ιστορίες που μπορεί να μας ανήκουν ή και να μην μας ανήκουν: ιστορίες για το τι θα μπορούσαμε, ή θα έπρεπε, ή θα κάναμε διαφορετικά. Μπορεί να νιώσουμε το ανελέητο τσίμπημα ντροπής, ενοχής και λύπης. Το μυαλό μας μπορεί να αρχίσει να αναρωτιέται αν αγαπούσαμε αρκετά το παιδί μας, ή αν ένιωσε αυτή την αγάπη. Κάποιες μέρες θα είναι φρενήρεις και απελπιστικά ασυνάρτητες. Και άλλες μέρες μπορεί να αφεθούμε στον λήθαργο αυτής της άλυτης τραγωδίας.

Το σώμα μας πονάει. Ο εγκέφαλός μας σταματά να λειτουργεί. Η καρδιά μας είναι βαριά, φορτωμένη με το βάρος της απώλειας. Λίγα πράγματα, αν υπάρχουν, έχουν πια σημασία, όχι το στεγαστικό δάνειο ή ο γεμάτος νεροχύτης, οι αναπάντητες κλήσεις ή τα μηνύματα. Κάθε σχέση στη ζωή μας αλλάζει, και κάθε σχέση με άψυχα αντικείμενα και το σύμπαν και τα ζώα και τα δέντρα και το παρελθόν και το μέλλον μας θα αλλάξει επίσης. Αυτή η αστάθεια θα προβληματίσει πολλούς.

Και μια ταινία με τίτλο “Τι διάολο συνέβη;” θα παίζει σε επανάληψη στο μυαλό μας, με το ανεπανόρθωτο τέλος της να είναι πάντα αντίθετο από αυτό που θέλουμε, ξανά και ξανά, μέχρι να νιώσουμε ότι έχουμε πέσει στην τρέλα. Ωστόσο, κάθε κομμάτι αυτής της ταινίας – όλη αυτή η συναισθηματική άνοδος και πτώση – είναι φυσιολογικό. Το μόνο λάθος, η μόνη τρέλα ή παθολογία, είναι ότι πέθανε το αγαπημένο μας πλάσμα.

Θα περάσουν μήνες και σιγά-σιγά οι αναμνήσεις μας μπορεί να αρχίσουν να αναδύονται ξανά, με κομμάτια τραύματος και τρόμου και απογοήτευσης και απελπισίας. Η ατελώς όμορφη ζωή που ήταν κάποτε δική μας δεν υπάρχει πια με τον ίδιο τρόπο, και προσπαθούμε να βρούμε σταθερό έδαφος από το οποίο θα ξαναγεννηθούμε.

Ακριβώς αυτήν την περίοδο, όταν η μονιμότητα της απουσίας του παιδιού μας αρχίζει να κατακάθεται στο μυαλό μας, όλοι οι άλλοι, επειδή έχουν διδαχθεί αυτόν τον μύθο, θα πιστέψουν ότι ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε -να το ξεπεράσουμε-, να συμφιλιωθούμε με το ασυμβίβαστο. Βασικά, όλες αυτές οι οδηγίες δεν έχουν κανένα νόημα. Η υπόδειξη ότι ο θάνατος του παιδιού μας μοιάζει με μια απώλεια που μπορεί να αντικατασταθεί, με κάτι που θεραπεύεται με λίγο μπεταντίν και χανζαπλάστ, ή με μια προσευχή και μια συνταγή, μας κάνει να νιώθουμε ακόμα πιο απομονωμένοι. Η καρδιά μας, λοιπόν, μπορεί να αρχίσει να αμφισβητεί τη δική της εγγενή σοφία: 

«Πρέπει να προχωρήσω;»

«Τι σημαίνει «προχωρώ»;

«Μήπως θρηνώ πάρα πολύ; Πολύ λίγο; Πολύ ανοιχτά; Πολύ ιδιωτικά; Μήπως είμαι τρελή;»

Αλλά οι άλλοι δεν ξέρουν, ακόμα κι όταν είναι καλοπροαίρετοι.

Δεν μπορούν να καταλάβουν αυτή την απύθμενη θλίψη.

Ωστόσο, οι προσδοκίες τους μπορεί να μας κάνουν να μην εμπιστευόμαστε τις σοφές μας καρδιές, τα δικά μας αυθεντικά συναισθήματα. Και επειδή τα πάντα στον κόσμο μας έχουν αλλάξει άρδην και έχουμε στερηθεί τόσα πολλά, δεν χωράει άλλη αμφιβολία, φόβος και ταλαιπωρία στη ζωή μας. Έτσι σε αυτό το σημείο, η εμπειρία μας μπορεί να βιώνεται σε ακόμα μεγαλύτερη απομόνωση.

Εξαιτίας αυτού, κάποιοι θα μας εγκαταλείψουν. Στον διάδρομο ανάμεσα στα δημητριακά και τα τσάγια, γυρίζουν την πλάτη και τρέχουν. Μερικοί θα προσπαθήσουν, αδέξια ίσως, να στενέψουν τη θλίψη μας με τις κοινοτοπίες τους: «Όλα τα πράγματα συμβαίνουν για κάποιο λόγο», «Είσαι νέος, μπορείς να κάνεις άλλο», «Τουλάχιστον τώρα δεν υποφέρει», «Ο Θεός έχει ένα σχέδιο», «Το μωρό σου θα ήθελε να είσαι απλά ευτυχισμένος», και «Ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές».

Και κάποιοι, ευτυχώς, θα εμφανιστούν με τις καρδιές τους ανοιχτές και θα βουτήξουν μαζί μας στην άβυσσο. Αυτοί είναι το καλύτερο είδος, και σύντομα θα δούμε καλά, ποιος φροντίζει και ποιος σπάει την εύθραυστη καρδιά μας.

Και εδώ είναι που γίνεται ζόρικο, γιατί το μυαλό μερικές φορές εσωτερικεύει αυτούς τους τοξικούς μύθους του πολιτισμού μας για το πένθος, πράγμα επικίνδυνο.

Συκοφαντικά μηνύματα μιας κουλτούρας που αποφεύγει και παθολογικοποιεί το πένθος -στο πλαίσιο της ιατρικής, της θρησκείας, της εκπαίδευσης και της κοινωνικής ζωής- θα μας προτρέψουν να αμφισβητήσουμε τον εαυτό μας και τις συναισθηματικές εμπειρίες που δικαιούμαστε μετά την απώλεια. Μερικά από αυτά τα μηνύματα μάλιστα, θα επιχειρήσουν να μπλοκάρουν την επιθυμία μας να παραμείνουμε συνδεδεμένοι με το μωρό μας. Η εγκατάλειψη του πένθους, λένε, είναι απαραίτητη για να γίνουμε ξανά ευτυχισμένοι.

Αυτοί οι ίδιοι θα υποστηρίξουν ότι το πένθος πρέπει να το αντιπαθούμε και να το αποφεύγουμε επειδή συνοδεύεται από κακούς μηχανισμούς που τρομάζουν εμάς και τους άλλους. Είναι βέβαια κατανοητό ότι υπάρχει μια τάση στο να αντισταθούμε στο βύθισμα προς την πιο σκοτεινή νύχτα της ψυχής μας, και η αντίσταση προς αυτό το βύθισμα έρχεται με – συχνά ασυνείδητους – αντιπερισπασμούς. Οι αντιπερισπασμοί που μας κάνουν να αποφύγουμε την θλίψη μας, το πένθος μας, είναι έξυπνα καλυμμένοι και ατελείωτοι: δουλειά, φαγητό, τηλεόραση, τζόγος, ναρκωτικά, αλκοόλ – οτιδήποτε μας απομακρύνει από την θλίψη μας μοιάζει ανακουφιστικό.

Χωρίς αμφιβολία, όλα αυτά μπορεί να είναι μια ευπρόσδεκτη ανακούφιση από τον πόνο, έστω και στιγμιαία. Αλλά αυτές οι βραχύβιες και επιφανειακές προσπάθειες να καταπραΰνουν την θλίψη, απλώς παρατείνουν το αναπόφευκτο. Η θλίψη θα έρθει, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ακόμα κι αν αναγκαστεί να αλλάξει και να κρύψει την πραγματική της μορφή.

Η υπόσχεση των προαναφερθέντων αντιπερισπασμών είναι μια παγίδα που θα κατακερματίσει και θα περιορίσει τον κόσμο μας, και την ενσώματη εμπειρία μας.

Ο μόνος τρόπος για να σταματήσεις να αισθάνεσαι το πένθος, είναι να πάψεις να αισθάνεσαι.

Όμως ακριβώς στο κέντρο της πολύ σοφής καρδιάς μας είναι η συνειδητοποίηση ότι νιώθουμε απύθμενη θλίψη, εξαιτίας της απύθμενης αγάπης. Αν μπορούμε να σταθούμε ακίνητοι, αν μπορούμε να ακούσουμε τις καρδιές μας, τότε θα καταλάβουμε ότι η θλίψη δεν είναι ο εχθρός. Η σοφή καρδιά ξέρει ότι η θλίψη είναι απλά το αθώο αποτέλεσμα μιας αφύσικης απώλειας. Αυτό που πραγματικά μισούμε, ο πραγματικός εχθρός, είναι το ότι πέθανε το αγαπημένο μας πλάσμα. Αυτό είναι που ευχόμαστε να μπορούσαμε να κατακτήσουμε, να αναιρέσουμε, να ξεπεράσουμε, να νικήσουμε, να διαπραγματευτούμε και να αποφύγουμε. Η θλίψη, το πένθος, είναι ένα καθαρό και τίμιο προϊόν της χειρότερης ημέρας της ζωής μας.

Ακόμη κι αν τα χρόνια περάσουν, κάποιοι θα πουν ότι είναι ανθυγιεινό να θυμόμαστε. Κάποιοι θα μας καταδικάσουν που πενθούμε ακόμα. Κάποιοι θα πουν να διαλέξουμε την ευτυχία αντί για την θλίψη. Αλλά η ευτυχία και η θλίψη δεν είναι ανταγωνιστές. Αυτός είναι ένας μύθος που διαπράττεται από μια κουλτούρα που έχει μια ανόητη εμμονή να επιδιώκει πεισματικά το ένα, και να αποφεύγει μανιωδώς το άλλο.

Ναι, χρόνια αργότερα, δεκαετίες μετά, θα συνεχίσουμε να κουβαλάμε μαζί μας αυτή την απόλυτη θλίψη, το πένθος. Θα το κουβαλάμε όσο είμαστε ζωντανοί και πρόθυμοι να ζήσουμε τίμια και με πληρότητα. Και όταν τα τσουνάμι της θλίψης θα πέφτουν πάνω μας, εμείς θα γινόμαστε σιγά-σιγά όλο και πιο επιδέξιοι στην κολύμβηση. Εμπιστευόμαστε την διαδικασία. Εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας.

Η πρόσκληση λοιπόν για εμάς -από την γένεση της απώλειας- θα είναι να θρηνήσουμε ανοιχτά με τις γροθιές μας υψωμένες ψηλά, να στεκόμαστε δυνατοί απέναντι σε αυτούς που θα προσπαθήσουν, πάλι, ξανά, να πάρουν ό,τι είναι δικαιωματικά δικό μας.

Δεν έχουμε ήδη χάσει αρκετά; Μήπως πρέπει να χάσουμε και την αλήθεια μας;

Αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορούμε να ελέγξουμε. Έχουμε δύναμη εδώ.

Με την συμπονετική υποστήριξη των ανθρώπων που μας κάνουν να νιώθουμε ασφαλείς, όταν θα είμαστε έτοιμοι, θα σηκωθούμε ψηλά, κρατώντας τη θλίψη μας στη μια γροθιά και την αγάπη μας στην άλλη, λέγοντας με σθένος και καμάρι: «Αυτά είναι δικά μου, και δεν έχετε κανένα δικαίωμα να τα πάρετε!».

Μπορούμε να ανακτήσουμε την χαμένη μας δύναμη στο πένθος, παίρνοντας πίσω ό,τι είναι δικό μας. Και μπορούμε να παλέψουμε για να κρατήσουμε ασφαλή αυτά που ήταν και θα είναι πάντα τα πιο ιερά κομμάτια μας: τους αγαπημένους μας που πέθαναν, και για τους οποίους θα θρηνούμε, όσο είμαστε χωριστά.

Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι πιθανότατα θα υπάρξουν και περιφερειακές απώλειες στην πορεία.

Πολλοί από εμάς θα πρέπει να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις. Μπορεί να έχουμε κολλήσει σε μια δουλειά χωρίς νόημα. Η απώλεια του αγαπημένου μας προσώπου σίγουρα αλλάζει την οπτική μας. Οι πνευματικές μας πεποιθήσεις μπορεί να μην ανταποκρίνονται στις ανάγκες μας και μπορεί να επιλέξουμε να κοιτάξουμε αλλού. Και οι σχέσεις μπορεί να σπάσουν, κάτω από το άγχος του θανάτου. Η ερώτηση: “Αξίζει να σωθεί αυτή η σχέση;” μπορεί να είναι ένα από αυτά που θα αναρωτιόμαστε συχνά.

Γιατί όταν ζούμε το πένθος με ειλικρίνεια, κάποιοι άνθρωποι θα πέσουν, όπως τα φύλλα μιας πανίσχυρης βελανιδιάς σε μια χειμωνιάτικη καταιγίδα. Γιατί δεν είναι έτοιμοι. Ίσως, δεν μπορούν να χωρέσουν την ακούσια και επώδυνη μεταμόρφωσή μας.

Ας τους αφήσουμε να πέσουν απαλά.

Ας αφήσουμε τις ιστορίες κατάκρισης, που δεν είναι δικές μας, και δεν μας εξυπηρετούν.

Μπορούμε αντ’ αυτού, να βυθιστούμε στην ιερή θλίψη που μοιράζονται και άλλοι σαν κι εμάς, που γνωρίζουν, και που επίσης σηκώνουν τις γροθιές τους και τιμούν την αλήθεια τους.

Μπορεί να χρειαστεί χρόνος για να βρούμε αυτούς τους άλλους που μας «καταλαβαίνουν», αλλά όταν το κάνουμε, θα υπάρχει αμοιβαία αναγνώριση, με ένα μόνο βλέμμα. Λίγα πράγματα είναι τόσο ανακουφιστικά και επώδυνα ταυτόχρονα, όσο μια τέτοια συνάντηση.

Μπορούμε να μάθουμε πότε να ξεκουράζουμε το ταλαιπωρημένο σώμα μας και να αφήνουμε το βάρος του πένθους για λίγο, επιστρέφοντας πάντα σε αυτό, ή να επιτρέψουμε σε κάποιον άλλο να μας βοηθήσει να αντέξουμε το αφόρητο φορτίο του, μέχρι να γίνουμε αρκετά δυνατοί.

Μπορούμε να στραφούμε προς το μέρος του όταν μας ζητήσει να το δούμε. Θα μας καλέσει, και αν δεν απαντήσουμε για πολύ καιρό, θα σταθεί στην είσοδο του σπιτιού και θα φέρει άλλους, ακόμη πιο ανεπιθύμητους, καλεσμένους που δεν συνδέονται με την αλήθεια μας.

Μπορούμε να φτάσουμε βαθιά στο κέντρο του πυρήνα μας και να συγκεντρώσουμε το θάρρος που χρειάζεται για να ζήσουμε με αυτήν την αλήθεια: το πένθος είναι κομμάτι μας τώρα.

Και αυτός ο δρόμος θα κάνει τη ζωή μας μεγαλύτερη σε αξία, και όχι μικρότερη.

Μπορούμε να δοκιμάσουμε να κατοικήσουμε πλήρως το πένθος, αφήνοντάς το να κινηθεί κυτταρικά μέσα από την ύπαρξή μας. Θα μας μεταμορφώσει σίγουρα. Να θυμάστε ότι ήδη μεταμορφωνόμαστε αργά-αργά, όσο κι αν αντιστεκόμαστε. Τα πράγματα θα αλλάξουν: είναι αναπόφευκτο. Η θλίψη, ειδικά όταν είναι τραυματική, μπορεί να μας κλείσει και να μας αποσυνδέσει, ή μπορεί να θρυμματίσει τις καρδιές μας σε ένα εκατομμύριο κομμάτια βαθιάς συμπόνιας προς τον κόσμο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αλλάζουμε.

Μπορούμε να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας ότι ακόμα και τις μέρες που δεν το νιώθουμε, υπάρχει πλούτος στην αδυναμία, και υπάρχει δύναμη στο άφημα.

Η ενέργεια του πένθους είναι προικισμένη με περισσότερη ζωτική δύναμη από την καταστροφική ενέργεια της αποφυγής του. Και αυτή η δύναμη θα είναι, μια μέρα, η κινητήρια δύναμη που θα σώσει τις ζωές μας, και ίσως τις ζωές πολλών άλλων.

Και ό,τι κι αν γίνει, κανείς και τίποτα δεν μπορεί να μας πάρει αυτό που είναι δικό μας, εφόσον το εμπιστευτούμε.

Δεν θα πάψουμε να υπάρχουμε, αν πενθήσουμε την αλήθεια μας.

Θα πάψουμε να υπάρχουμε, αν δεν το κάνουμε.

​-Dr. Joanne CacciatoreΠηγή: https://www.centerforlossandtrauma.com/an-open-letter-to-grievers
Ελεύθερη μετάφραση: Μαρία Στραγαλινού

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.